- ώχρινός
- η , ο[ν] охровый (краска, цвет)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ώχρινος — η, ο, Ν 1. αποτελούμενος από ώχρα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός / ώχρα + κατάλ. ινος (πρβλ. πέτρ ινος)] … Dictionary of Greek